- περιέργους
- περίεργοςtaking needless troublemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
многопытьливъ — (1*) пр. Любопытный, любознательный: людьѥ же ѹчителни. мужи и жены по добродѣтели равноч(с)тьи милосердни же. и прости и не многопытливи. по ѥлиньстѣи мдр(с)ти (τоὺς μὴ μετασχόντоυς περιέργους!) ГБ XIV, 125г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PULVINAR — idem aliquando cum Templo. Romani en im in honorem Deorum in Templis pulvinaria sternere soliti, passim leguntur apud Auctores. Sic Epulum, quod Iovi aliisque Diis apparabatur, Lectisternium dictum reperimus, quod, placandae nonnumquam alicuius… … Hofmann J. Lexicon universale
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
μπανίζω — 1. βλέπω κάποιον ξαφνικά («τὸν μπάνισα την ώρα που τό έσκαγε») 2. παρατηρώ κάποιον κρυφά («τήν μπάνισα από την κλειδαρότρυπα») 3. διακρίνω κάποιον ή κάτι από μακριά («τόν μπάνισα να περιμένει στη στάση») 4. κοιτάζω κάποιον ή κάτι με πολύ… … Dictionary of Greek
παράδοξο — Διεθνής φιλοσοφικός όρος, προερχόμενος από τα ελληνικά, ο οποίος κατά γράμμα σημαίνει «παρά την δόξαν», δηλαδή παρά τη γενική γνώμη. Αυτό το π. μπορεί να έχει διπλή αξία, αρνητική όταν φαίνεται να αντιθέτεται σε γνώμες αληθινές και ισχυρότερες… … Dictionary of Greek
περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… … Dictionary of Greek
Νίκολσον, Τζακ — (Jack Nicholson, Νιού Τζέρσι 1937 –). Αμερικανός ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός. Από τους δημοφιλέστερους πρωταγωνιστές της γενιάς του, άργησε να γνωρίσει την επιτυχία αφού σε ηλικία 32 ετών είχε παίξει μόνο σε χαμηλού… … Dictionary of Greek
Ντιμόν ντ’ Ουρβίλ, Ζιλ Σεμπαστιάν Σεζάρ — (Jules Sebastien Cesar Dumont d’Urville, Κοντέ σιρ Νουαρό 1790 – Βερσαλίες 1842). Γάλλος θαλασσοπόρος και εξερευνητής. Πήρε μέρος σε διάφορες επιστημονικές αποστολές στη Μεσόγειο, στον Ειρηνικό και στις ανταρκτικές θάλασσες, διεξάγοντας… … Dictionary of Greek